κλωστήριον

κλωστήριον
κλωστήριον
spun thread
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλωστήριο — το (AM κλωστήριον) [κλωστήρ] νεοελλ. εργοστάσιο ή βιομηχανία όπου κατασκευάζονται νήματα μσν. αρχ. κλωστή, νήμα …   Dictionary of Greek

  • νήτρον — νῆτρον, τὸ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «κλωστήριον». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νη τού νήθω «γνέθω» + επίθημα τρον (πρβλ. μάκ τρον, νίπ τρον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”